ωόλιθος

ωόλιθος
ο мин. оолит

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ωόλιθος" в других словарях:

  • ωόλιθος — ο, Ν (πετρογρ.) 1. ωοειδής ή σφαιρική κρυσταλλική απόθεση με συγκεντρική ή ακτινωτή δομή, αλλ. ωοειδές 2. το πέτρωμα που αποτελείται κατά το μεγαλύτερο μέρος του από τέτοιες δομές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + λίθος Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ …   Dictionary of Greek

  • ωολιθικός — ή, ό, Ν [ωόλιθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ωόλιθο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»